- γεννητικός
- -ή, -ό (AM) γεννητικός, -ή, -όν)1. αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει κάτι2. (ειδικά για την αναπαραγωγή τού είδους) αυτός που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη, γεννητικὸς δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά», Αριστοτ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεννητικάόσα σχετίζονται με τη γενιά, την οικογένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννητός ή απευθείας από το ρ. γεννώ].
Dictionary of Greek. 2013.